- ενίλλω
- ἐνίλλω (Α) [ίλλω]1. βλέπω κάποιον με λοξό, περιφρονητικό βλέμμα2. εμπαίζω, περιπαίζω, κοροϊδεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek